- τωθαστής
- τωθ-αστής, οῦ, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τωθαστής — scoffer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστής — ὁ, Α [τωθάζω] αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει … Dictionary of Greek
τωθασταί — τωθαστής scoffer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστήν — τωθαστής scoffer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστικός — ή, όν, Α [τωθαστής] χλευαστικός, εμπαικτικός. επίρρ... τωθαστικῶς Α χλευαστικά, περιπαικτικά … Dictionary of Greek